- δακτυλιά
- ηβλ. δαχτυλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δακτύλια — δακτύλιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλι — και δαχτύλι, το (AM δακτύλιον, Μ και δακτύλιν) [δάκτυλος] το μικρό δάχτυλο τού χεριού μσν. νεοελλ. το χέρι («με το δακτύλι τού θεού ήσουν ζωγραφισμένη») νεοελλ. 1. όργανο που χρησιμεύει για να γυμνάζουν τα δάχτυλα τους όσοι μαθαίνουν πιάνο 2.… … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
αλκιοπίδες — (alciopidae). Σκουλήκια που ανήκουν στην οικογένεια των δακτυλιοσκωλήκων πολυχαιτών της τάξης των πλανήτων. Πρόκειται για θαλάσσια σκουλήκια που πλέουν ελεύθερα στο ανοιχτό πέλαγος. Συναντώνται κυρίως στη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό ωκεανό. To… … Dictionary of Greek